ὑληβάτης

German (Pape)

[Seite 1177] ὁ, der Waldgänger, der durch den Wald schreitet; Pan, Sp.; δέλφαξ, Anaxilas bei Ath. IX, 374 f.

Russian (Dvoretsky)

ὑληβάτης: ου ὁ Anth. = ὑλοβάτης.

Greek (Liddell-Scott)

ὑληβάτης: -ου, ὁ, πλημμ. γραφὴ ἀντὶ ἠλίβατος· ἴδε ἐν λ. ὑλιβάτης.

Greek Monolingual

ὁ, Α
βλ. υλοβάτης.