ὑπεραλγεινός

Greek (Liddell-Scott)

ὑπεραλγεινός: -ή, -όν, ὁ ὑπερβαλλόντως ἀλγεινός, ἐν ὑπερβάλλοντι ἄλγει διατελῶν, Ἀριστείδ. 1. 305. Ἀλλὰ κατὰ Κόβητον ἀναγνωστέον: ὑπέρινος, ἴδε τὴν λέξιν.