ὑποδέδρομα

French (Bailly abrégé)

pf. de ὑποτρέχω.

Greek Monotonic

ὑποδέδρομα: παρακ. του ὑποτρέχω.

Russian (Dvoretsky)

ὑποδέδρομα: дор. ὑποδεδρόμηκα pf. к ὑποτρέχω.