ὑποδέρκομαι
English (LSJ)
= ὑποβλέπω, Q.S.3.252.
German (Pape)
[Seite 1214] (s. δέρκομαι), wie ὑποβλέπω, finster von unten aufblicken, Qu. Sm. 3, 252.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποδέρκομαι: ἀποθ., = ὑποβλέπω, Κόϊντος Σμ. 3, 252.
Greek Monolingual
Α
κοιτάζω βλοσυρά, από κάτω προς τα πάνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + δέρκομαι «βλέπω, παρατηρώ»].