ὑπονοητής

English (LSJ)

ὑπονοητοῦ, ὁ, suspicious person, Adam.1.7.

German (Pape)

[Seite 1227] ὁ, der Argwöhnende, Gloss.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπονοητής: -οῦ, ὁ, ἄνθρωπος ὕποπτος, Πολέμων ἐν Φυσιογν. τ. 1, σ. 6.

Greek Monolingual

ὁ, Α ὑπονοῶ
καχύποπτος.