ὑπόθετος
English (LSJ)
ὑπόθετον, placed under: Medic., ὑπόθετον, τό, suppository, pessary, Antiph.208, Alex.Trall.9.3.
German (Pape)
[Seite 1217] adj. verb. von ὑποτίθημι, untergelegt, untergeschoben, – τὸ ὑπόθετον, eine Arznei in den Hintern zu schieben, Antiphan. bei Poll. 4, 183.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπόθετος: -ον, ῥημ. ἐπίθ., ὁ ὑποκάτω τεθείς, τὸ ὑπόθετον (ἐν τῇ ἰατρ.), εἶδος στερεᾶς ἀλοιφῆς εἰς σχῆμα κώνου ὠθουμένου εἰς τὸν πρωκτὸν ὡς φάρμακον, ἢ ὄργανόν τι ἰατρικόν, Ἀντιφάν. ἐν «Τραυματίᾳ» 2. 4, Γαλην. τ. 14, σ. 468, 11· ὑπόθετον πρὸς δυσεντερίαν καὶ δακτυλίων πόνους Παῦλ. Αἰγιν. 7. 12 περὶ τὸ τέλος.