ὑπόστροφος
English (LSJ)
ὑπόστροφον, turning back, Them.Or.34p.462Dind., Hsch.; cf. ὑπόφορος.
German (Pape)
[Seite 1234] zurückgedreht, – zurückkehrend, Eur. I. A. 1204.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπόστροφος: -ον, ὁ ὑποστρέφων, Θεμίστ. σ. 462, Δινδόρ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὑπόστροφον· ἀφιγμένον, ὑποστρέφοντα»· πρβλ. ὑπόφορος· - οὐδ. πληθ. ὡς ἐπίρρ., τρέχων ὑπόστροφα Γεωργ. Πισίδ. Περσ. Πόλ. 3, 22.
Greek Monolingual
-η, -ο / ὑπόστροφος, -ον, ΝΜΑ ὑποστρέφω
αυτός που επιστρέφει, που επανέρχεται
νεοελλ.
1. (για ασθένεια) αυτός που επανεμφανίζεται
2. φρ. α) «υπόστροφος πυρετός»
ιατρ. λοιμώδες νόσημα που προκαλείται από διάφορα είδη τρεπονημάτων και μεταδίδεται με τις ψείρες και τα τσιμπούρια, χαρακτηριζόμενο από αλλεπάλληλες πυρετικές εξάρσεις με μεσοδιαστήματα απυρεξίας
β) «υπόστροφες καταθλίψεις»
ιατρ. καταθλιπτικά σύνδρομα που απαντούν σε άτομα ηλικίας πενήντα ώς εξήντα και πλέον ετών, γένους συνήθως θηλυκού, και τα οποία εμφανίζονται χωρίς προσωπικό ή οικογενειακό ψυχιατρικό αναμνηστικό ή εμφανείς ψυχολογικές αιτίες και χαρακτηρίζονται από σημαντικές υποχονδριακές ενοχλήσεις, έντονο άγχος, υστερική συμπεριφορά και σημαντική μείωση της πνευματικής απόδοσης
μσν.
(το ουδ. στην αιτ. πληθ. ως επίρρ.) ὑπόστροφα
ὑποστροφάδην.