ὠκειάων

French (Bailly abrégé)

gén. pl. fém. épq. de ὠκύς.

Greek Monotonic

ὠκειάων: [ᾱ], Επικ. αντί ὠκειῶν, γεν. πληθ. του θηλ. του ὠκύς.

Russian (Dvoretsky)

ὠκειάων: эп. gen. pl. к ὠκύς.