ὠκυδίδακτος
English (LSJ)
[ῐ], ον, quickiy taught, οἰωνός ib. 9.562 (Crin.).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui apprend vite.
Étymologie: ὠκύς, διδάσκω.
German (Pape)
schnell gelehrt, schnell lernend, ψιττακός Crinag. 27 (IX.562).
Russian (Dvoretsky)
ὠκῠδίδακτος: быстро обучаемый, легко научающийся, восприимчивый к обучению (ψίττακος Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ὠκῠδίδακτος: -ον, ὁ ταχέως διδασκόμενος, ψιττακὸς Ἀνθ. Παλατ. 9.562.
Greek Monolingual
-ον, Α
(ποιητ. τ.) αυτός που μαθαίνει γρήγορα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύς «γρήγορος» + διδακτός (< διδάσκω), πρβλ. αυτοδίδακτος].
Greek Monotonic
ὠκῠδίδακτος: [ῐ], -ον, αυτός που διδάσκεται γρήγορα, σε Ανθ.
Middle Liddell
ὠκῠ-δίδακτος, ον,
quickly taught, Anth.