ὠκυφόνος

English (LSJ)

ὠκυφόνον, quickly fatal, of diseases, prob. in Aret.SA2.3.

Greek (Liddell-Scott)

ὠκυφόνος: -ον, ὁ ταχέως ἐπιφέρων θάνατον, θανατηφόρος, ἐπὶ νοσημάτων, Ἀρετ. περὶ Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 2. 3.

Greek Monolingual

-ον, Α
(για νόσημα) αυτός που επιφέρει γρήγορα τον θάνατο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύς «γρήγορος» + -φόνος (< φόνος < θείνω), πρβλ. πολυφόνος.