ὠμόβρωτος

English (LSJ)

ὠμόβρωτον, eaten raw, Nic.Al.428.

Greek (Liddell-Scott)

ὠμόβρωτος: -ον, ὁ βρωθείς, φαγωθεὶς ὠμός, Νικ. Ἀλεξιφ. 428.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει φαγωθεί ωμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠμός + βρωτός (< βιβρώσκω «τρώω»), πρβλ. πολύβρωτος].

German (Pape)

roh gegessen, gefressen.