ὤριστος

English (LSJ)

or ὥριστος, Ion. crasis for ὁ ἄριστος, Il.11.288, al.

Greek (Liddell-Scott)

ὤριστος: κατὰ Ἰωνικ. κρᾶσιν ἀντὶ ὁ ἄριστος. Ἰλ. Λ. 288, κ. ἀλλαχ.

English (Autenrieth)

ἄριστος.

Greek Monotonic

ὤριστος: Ιων. κράση αντί ὁ ἄριστος.