pf. Act. de αἱρέω.
ᾕρηκα: -ημαι, Ενεργ. και Παθ. παρακ. του αἱρέω· ᾕρηντο, γʹ πληθ. υπερσ.
ᾕρηκα: pf. к αἱρέω.