ῥάκωσις

English (LSJ)

-εως, ἡ, a becoming ragged or becoming wrinkled, of the skin, when the flesh under it is shrunk, Sor.2.40, Zen.6.42 (written ῥακίωσις in Diogenian.8.70).

German (Pape)

[Seite 833] ἡ, das Lumpig-, Runzligwerden, σώματος, Zenob. 6, 42; dah. das Erschlaffen eines angespannten, vollen Körpers, sp. Medic.

Greek (Liddell-Scott)

ῥάκωσις: ἡ, (ῥᾰκόω) ῥυτίδωσις τοῦ δέρματος, ζάρωμα, ἵνα μὴ τὴν ῥάκωσιν τοῦ σώματος ἐλέγξῃ Ζηνόβ. ἐν Παροιμ. 6. 42. ― Κατὰ τὸν Γαλην. ἐν Ὅροις Ἱατρ. (τ. 19, σ. 448 Kühn) = ῥάκωσίς ἐστιν ἐπέκτασις πολλὴ τοῦ ὀσχέου», κατὰ δὲ τὸν Παῦλ. Αἰγ. 6, 67, «χαλωμένου τοῦ κατὰ τὸ ὄσχεον δέρματος, χωρὶς τῶν ἔνδον αὐτοῦ σωμάτων, ἡ ῥάκωσις γίνεται».

Greek Monolingual

και ῥακίωσις, -ώσεως, ἡ, ΜΑ ῥακοῦμαι
ο σχηματισμός ρυτίδων, το ζάρωμα.