ῥικνότης

English (LSJ)

-ητος, ἡ, shrivelledness, Hsch. s.v. διερρικνοῦντο.

German (Pape)

[Seite 843] ητος, ἡ, zusammengezogenes, krummes, runzliges Wesen, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

ῥικνότης: -ητος, ἡ, «καμπυλότης» (Ἡσύχ. ἐν λέξ. διερρικνοῦτο), Γρηγ. Νύσσ. τ. 2, σ. 933Α.