ῥόμβος
English (LSJ)
or ῥύμβος, ὁ, (ῥέμβω)
A bull-roarer, instrument whirled round on the end of a string, used in the mysteries, ῥόμβου θ' εἱλισσομένα κύκλιος ἔνοσις αἰθερία E.Hel.1362, cf. Archyt.1, Theoc.2.30; as a boy's toy, AP6.309 (Leon.), Orph.Fr.31.29, Fr.34, M.Ant.5.36; defined as ξυλήφιον, οὗ ἐξῆπται τὸ σπαρτίον, καὶ ἐν ταῖς τελεταῖς ἐδονεῖτο, ἵνα ῥοιζῇ, Sch.Clem.Al.Protr.2.17.2, cf. Hsch.
2 magic wheel, spun alternately in each direction by the torsion of two cords passed through two holes in it, used as a love-charm, Luc.DMeretr. 4.5; called ἴυγξ in Theoc.2.17, AP5.204; Lat. rhombus, Prop.2.28.35, Ov.Am.1.8.7.
b τροχίσκος ὃν στρέφουσιν ἱμᾶσι τύπτοντες, καὶ οὕτως κτύπον ἀποτελοῦσι Sch.A.R.1.1134; ὦ ῥύμβε μαστίξας ἐμέ (dub. sens.) Eup.72.
3 tambourine or kettle-drum, used in the worship of Rhea and of Dionysus, Ar.Fr.303, Diog.Ath.1.3, A.R. 1.1139, AP6.165 (Phal.); ῥύμβος ξύλινος ἐπίχρυσος IG22.1456.49, cf. 1517.207.
4 membrum virile, PLond.1821.164.
II whirling motion, as of a bull-roarer, ἀκόντων ἱέντα ῥόμβον shooting forth whirling darts, Pi.O.13.94; αἰετοῦ ῥόμβος the eagle's swoop, Id.I.4(3).47(65); ῥόμβος τυπάνων Id.Dith.Oxy.1604 Fr.1 ii 9; ἐν αἰθερίῳ ῥύμβῳ Critias 19.2D.; ῥόμβου ἀπειρεσίου δινεύμασιν οἶμον ἐλαύνων, of the Sun, Orph.H. 8.7: metaph., Νέμεσις καὶ ῥόμβος ἀλάστωρ IG14.1389ii34 (perhaps an Adj., = ῥεμβός).—The Gramm. hold ῥύμβος to be Att., ῥόμβος Hellenic, Sch.Theoc.2.30, Ath.7.330b.
B rhombus, lozenge, i.e. a four-sided figure with all the sides, but only the opposite angles, equal, Arist.Mech.854b16, Euc.1 Def. 22.
b ῥόμβος στερεός, a figure composed of two cones on opposite sides of the same base, Archim.Sph.Cyl.1.26, al.
2 a species of fish, of which turbot and brill are varieties, so called from its rhomblike shape, Nausicr.2.13; Ῥωμαῖοι καλοῦσι τὴν ψῆτταν ῥόμβον = the Romans refer to the flounder as a rhombus Ath.7.330b, cf. ψῆττα.
3 surgical bandage, so called from its shape, Hp. Off.7, Heliod. ap. Orib.48.20.14.
4 pattern of the same shape, in weaving cloth, Democr.Eph.1; διαπλοκὴ ῥόμβων Aristeas 74.
German (Pape)
[Seite 848] ὁ, att. ῥύμβος, 1) jeder kreisförmige Körper; dah. – a) der Kreisel, ein Spielzeug der Knaben, τροχίσκος, ὃν στρέφουσιν ἱμᾶσι τύπτοντες, καὶ οὕτω κτύπον ἀποτελοῦσιν, Schol. Ap. Rh. 1, 1139. – b) der Zauberkreisel, das Rad, das Zauberer u. Zaubrerinnen bei magischen Gebräuchen, Weihungen, Beschwörungen umzudrehen pflegten; Theocr. 2, 30; Luc. D. Mer. 4, 5. – Aber ῥόμβῳ καὶ τυπάνῳ Ῥείην Φρύγες ἱλάσκονται Ap. Rh. 1, 1139, E. M., ist = ῥόπτρον, Pauke. – c) eine mathematische Figur, die zwei mit der Grundfläche aufeinandergesetzte Kegel bildet, ein Rhombus, M, them.; vgl. Schol. Theocr. 2, 18; u. so auch Ath. XII, 525 zu nehmen: κρόκινα ῥόμβοις ὑφαντά, wo Schweigh. zu vgl. – Daher d) ein Fischgeschlecht, die Rochen, Butten, Schollen, wegen ihrer Ähnlichkeit mit der Gestalt eines Rhombus, Ath. VII, 330. – 2) schnelle, kreisförmige Bewegung, Umschwung; αἰετοῦ ῥόμβον ἴσχει Pind. I. 3, 65; das Herumbewegen im Kreise, das Schleudern, ἀκόντων Ol. 13, 94; ῥόμβῳ ἑλισσομένα κύκλιος ἔνοσις Eur. Hel. 1378; sp. D.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
tout objet de forme circulaire ou tournant :
1 rouet de magicien;
2 turbot, poisson.
Étymologie: ῥέμβω.
Par. ἴυγξ.
Russian (Dvoretsky)
ῥόμβος: атт. ῥύμβος ὁ
1 кубарь Eur., Anth.;
2 магический круг Theocr., Luc.;
3 бубен, тамбурин Arph.;
4 вращательное движение, кружение (ἀκόντων Pind.);
5 мат. ромб Arst.
Greek (Liddell-Scott)
ῥόμβος: ἢ ῥύμβος, ὁ· (ῥέμβω) - Λατ. rhombus turbo, «ῥόμβος· τροχίσκος, ὃν στρέφουσι ἱμᾶσι τύπτοντες καὶ οὕτως κτύπον ἀποτελοῦσι» (Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1139)· ῥόμβων θ’ εἰλισσόμενα κύκλιος ἔνοσις αἰθερία Εὐρ. Ἑλ. 1362 (ἔνθα ἴδε Musgi· παρὰ τῷ Δινδ.) Ἀνθ. Π. 6. 309. 2) μαγικὸς τροχός, ἐν χρήσει παρὰ τοῖς μάγοις καὶ ταῖς φαρμακευτρίαις, ὅπως βοηθῇ ταῖς μαγείαις αὐτῶν, παρὰ Προσπερτ. rhombi, rota, χὼς δινεῖθ’ ὅδε ῥόμβος ὁ χάλκεος ἐξ Ἀφροδίτας, ὣς τῆνος δινοῖτο ποθ’ ἁμετέρῃσι θύρῃσιν, «καθὰ στρέφεται οὗτος ὁ χάλκεος τροχός, οὕτως ἐκεῖνος στρέφοιτο παρὰ ταῖς ἐμαῖς θύραις» (Σχόλ.) Θεόκρ. 2. 30, Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 4. 5· πρβλ. Ὁρατ. Ἐπῳδ. 17. 7, καὶ ἴδε ἐν λέξ. ἶυγξ. 3) εἶδος τυμπάνου μικροῦ οὗ ἐγίνετο χρῆσις ὁμοία τῇ τοῦ ῥόπτρου II, κατὰ τὴν λατρείαν τῆς Ρέας, Εὔπολις ἐν «Βάπταις» 15, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 288, Διογένης ὁ Τραγικὸς παρ’ Ἀθην. 636Α, Ἀπολλ. Ρόδ. ἐνθ’ ἀνωτ. II. κίνησις περιστροφικὴ οἵα ἡ τοῦ ῥόμβου («σβούρας») ἢ τροχοῦ, ἱέντα ῥόμβον ἀκόντων, ἐκπέμποντα περιστρεφόμενα βέλη, Πινδ. Ν. 13. 134· ῥ. αἰετοῦ, ἡ κυκλοτερὴς κίνησις αὐτοῦ καὶ ὁρμή, ὁ αὐτ. ἐν I. 4. 81 (3. 65)· ῥ. κυμβάλων ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 48· ἐν αἰθερίῳ ῥύμβῳ Εὐρ. Ἀποσπ. 596· - μεταφορ., Νέμεσις καὶ ῥ. ἀλάστωρ Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 1046. 93. - Κατὰ τοὺς γραμμ. τὸ μὲν ῥύμβος εἶναι Ἀττικ., τὸ δὲ ῥόμβος Ἑλληνικ., «τὸν δὲ ῥόμβον οἱ Ἀττικοὶ ῥύμβον καλοῦσι» Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 2. 30. Β. παρὰ τοῖς μαθηματικοῖς ῥόμβος εἶναι σχῆμα εὐθύγραμμον ἔχον δύο ὀξείας γωνίας καὶ δύο ἀμβλείας καὶ οὗ αἱ πλευραί εἰσι παράλληλοι καὶ τὸ ὅλον τετράγωνον, κοινῶς «μπακλαβωτὸν» οὕτω: ◊ Ἀριστ. Μηχαν. 23, 1, Εὐκλείδ. 1, Ὅροι 32.· ῥ. Στερεός, σχῆμα συνιστάμενον ἐκ δύο κώνων συνημμένας ἐν τῷ αὐτῷ τὰς βάσεις ἐχόντων, Ἀρχιμήδ. 2) εἶδος ἰχθύος, ὁ κατὰ τοὺς Βυζαντίνους σύαξ, κοινῶς «συάκι». - Κατὰ τὸν Ἀθήν. 330Β: «Ρωμαῖοι δὲ καλοῦσι τὴν ψῆτταν ῥόμβον, καὶ ἔστι τὸ ὄνομα Ἑλληνικόν. Ναυσικράτης ἐν Ναυκλήροις κτλ.»· καὶ τὴν παρ’ Ἀριστοτέλει ψῆτταν ὁ Πλίνιος μεθερμήνευσε rhombum, «παραπλήσια γὰρ τὰ ζῷα καὶ δυσδιάκριτα, ῥομβοειδῆ ἀμφότερα ὄντα· ἀλλ’ ἔστιν ἡ μὲν ψῆττα ἢ ψῆσσα τὸ παρ’ ἡμῖν ψησσίον, ὁ δὲ ῥόμβος (Γαλλ. turbot) τὸ συάκιον, ὃ σύαξ ἀρσενικῶς ἐκαλεῖτο ὑπὸ τῶν Βυζαντινῶν συγγραφέων» κτλ. Σημ. Κοραῆ εἰς Ξενοκρ. σ. 90. 3) χειρουργικός τις ἐπίδεσμος κληθεὶς οὕτως ἐκ τοῦ σχήματος αὐτοῦ, Ἱππ. π. Ἰητρεῖον 742. 4) σχῆμα ῥόμβου ἐνυφασμένον εἰς ὑφάσματα, ἰοβαφῆ καὶ πορφυρᾶ καὶ κρόκινα ῥόμβοις ὑφαντὰ (δηλ. ἱμάτια) Δημόκρ. παρ’ Ἀθην. 525C.
English (Slater)
ῥόμβος any circling movement ἐμὲ δ' εὐθὺν ἀκόντων ἱέντα ῥόμβον (τὴν δίνησιν καὶ τὴν βολὴν τῶν ἀκόντων Σ.) (O. 13.93) ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει (τὴν τοῦ αἰετοῦ ὁρμήν Σ. swoop ) (I. 4.47) σεμνᾷ μὲν κατάρχει Ματέρι πὰρ μεγάλᾳ ῥόμβοι τυπάνων waving Δ. 2. 9.
Spanish
Greek Monolingual
ῥόμβος, ΝΜΑ, και ῥύμβος Α
1. παραλληλόγραμμο μη ορθογώνιο που έχει τις τέσσερεις πλευρές του ίσες
2. ζωολ. ονομασία διαφόρων ψαριών
3. λόγια ονομασία της σβούρας
4. ρομβοειδές τμήμα ξύλου το οποίο προσαρμόζεται σε χειρολαβή από τη μία επιμήκη γωνία του ώστε, όταν περιστρέφεται με ταχύτητα, να αναδίδει ήχο που μοιάζει με μυκηθμό και το οποίο χρησιμοποιήθηκε από την αρχαιότητα ώς σήμερα σε διάφορες λατρευτικές τελετές
νεοελλ.
1. καθεμιά από τις τριανταδύο διαιρέσεις του ανεμολογίου της πυξίδας
2. μικρό στρογγυλό τμήμα μηχανής ή εργαλείου
3. φρ. «ρόμβος ιερός» και «ρόμβος οσφυϊκός» — δύο αβαθή ρομβοειδή εντυπώματα στο δέρμα της οσφυϊκής χώρας της Ράχης
αρχ.
1. κάθε κυκλοτερές περιστρεφόμενο σώμα
2. τροχίσκος από ξύλο, πολύτιμο μέταλλο ή άλλο υλικό, κρεμασμένος από κλωστή, που με την περιστροφή του έκανε βόμβο και αποτελούσε τελετουργικό όργανο σε μυστήρια («ῥόμβων θ' εἱλισσομένα κύκλιος ἔνοσις αἰθερία», Ευρ.)
3. μικρός τροχός, περιστρεφόμενος με τη βοήθεια λεπτού σχοινιού, τον οποίο χρησιμοποιούσαν οι μάγοι σε μαγικές τελετές («χὡς δινεῖθ
ὅδε ῥόμβος ὁ χάλκεος ἐξ Ἀφροδίτας, ὥς τῆνος δινοῖτο ποθ' ἀμφοτέραισι θύραισιν», Θεόκρ.)
4. μικρό τύμπανο στη λατρεία της Ρέας και του Διονύσου («στρεπτὸν Βασσαρικοῦ ῥόμβον θιάσοιο», Ανθ. Παλ.)
5. το ανδρικό μόριο, το πέος
6. σφοδρή περιστροφική κίνηση, περιδίνηση («αἰετοῦ ῥόμβον», Πίνδ.)
7. η κίνηση τών πλανητών και του Ηλίου («ῥόμβον ἀπειρεσίου δινεύμασιν οἶμον ἐλαύνων», Ορφ. Ύμν.)
8. η φορά, η εξέλιξη τών πραγμάτων
9. είδος χειρουργικού επιδέσμου
10. διακόσμηση ενυφασμένη σε σχήμα ρόμβου
11. φρ. «ῥόμβος στερεός» — το ρομβοειδές στερεό
12. ως κύριο όν. Ῥόμβος
ο ποταμός Έβρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ῥόμβος ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα ῥομβ- του ῥέμβομαι «περιφέρομαι» με σημ. «κυκλοτερές σώμα κρεμασμένο από κλωστή το οποίο περιστρεφόταν», απ' όπου η σημ. «σφοδρή, περιστροφική κίνηση, περιφορά, περιδίνηση». Η λ. ρόμβος χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει το είδος γεωμετρικού σχήματος με τέσσερεις παράλληλες γραμμές ίσες λόγω της ομοιότητας του σχήματος αυτού με το κυκλοτερές σώμα που περιστρεφόταν. Ο παράλληλος τ. του ῥόμβος, ῥύμβος, πιθ. αττικός, εμφανίζει φωνηεντισμό -υ- που οφείλεται πιθ. σε ιδιαίτερη φωνητική αντιπροσώπευση συνεσταλμένης βαθμίδας (πρβλ. ῥοφῶ: ῥυφῶ) και όχι στη σύνδεση του τ. με τη λ. ῥυβός «κυρτός, στρεβλός» (βλ. λ. ῥυβόν)].
Greek Monotonic
ῥόμβος: ή ῥύμβος, ὁ (ῥέμβω)·
I. 1. σβούρα ή τροχός, Λατ. rhombus, turbo, σε Ευρ., Ανθ.
2. μαγικός τροχός, χρησιμοποιείται από μάγους για να ενισχύσουν τα ξόρκια τους, σε Θεόκρ.
II. περιστροφική κίνηση, λέγεται για σβούρα ή τροχό, ἱέντα ῥόμβον ἀκόντων, εξαπολύοντας περιστρεφόμενα βέλη, σε Πίνδ.· ῥόμβος αἰετοῦ, αιφνιδιαστική επίθεση και βουτιά ή κυκλοτερής κίνηση και ορμητική εφόρμηση αετού, στον ίδ.
III. 1. ρόμβος, δηλ. τετράπλευρο σχήμα με τις απέναντι μόνο γωνίες ίσες, σε Ευκλ.
2. είδος ψαριού, το «συάκι», το καλκάνι.
Frisk Etymological English
See also: s. ῥέμβομαι.
Middle Liddell
ῥόμβος, ορ ῥύμβος, ὁ, ῥέμβω
I. a spinning-top or wheel, Lat. turbo, Eur., Anth.
2. a magic wheel, used by sorcerers to aid their spells, Theocr., Hor.
II. a spinning, whirling motion, of a top or wheel, ἱέντα ῥόμβον ἀκόντων shooting forth whirling darts, Pind.; ῥ. αἰετοῦ the eagle's swoop, Pind.
III. a rhomb, lozenge, i. e. a four-sided figure with all the sides, but only the opposite angles, equal, Euclid.
2. a fish, the turbot, brill.
Frisk Etymology German
ῥόμβος: {rhómbos}
See also: s. ῥέμβομαι.
Page 2,662
Léxico de magia
ὁ rueda mágica usada en una invocación a Selene ῥόμβον στρέφω σοι, κυμβάλων οὐχ ἅπτομαι hago girar la rueda para ti, no toco címbalos P IV 2296 símbolo de Selene P IV 2336