ψεφαρός: Difference between revisions

47c
(6_4)
(47c)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ψεφᾰρός''': -ά, -όν, «ψευφαρά, ζοφοειδῆ (διάφ. γραφ. ψεφοειδῆ), μελανειδοῦντα· [[ψέφος]] γὰρ τὸ [[σκότος]]» Γαληνοῦ Ἱπποκράτ. γλωσσῶν Ἐξήγησ. 598.
|lstext='''ψεφᾰρός''': -ά, -όν, «ψευφαρά, ζοφοειδῆ (διάφ. γραφ. ψεφοειδῆ), μελανειδοῦντα· [[ψέφος]] γὰρ τὸ [[σκότος]]» Γαληνοῦ Ἱπποκράτ. γλωσσῶν Ἐξήγησ. 598.
}}
{{grml
|mltxt=-ά, -όν, Α<br />[[σκοτεινός]], [[θολός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ψέφας]] «[[σκοτάδι]]», μέσω αμάρτυρου αρχικού τ. <i>ψέφαρ</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[γεραρός]])].
}}
}}