ψιλικός: Difference between revisions

47c
(Bailly1_5)
(47c)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui concerne les troupes légères ; τὸ ψιλικόν, corps de troupes légères.<br />'''Étymologie:''' [[ψιλός]].
|btext=ή, όν :<br />qui concerne les troupes légères ; τὸ ψιλικόν, corps de troupes légères.<br />'''Étymologie:''' [[ψιλός]].
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α [[ψιλός]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε [[ελαφρά]] οπλισμένο στρατιώτη<br /><b>2.</b> (το ουδ. στον εν. ή πληθ. ως ουσ.) <i>τὸ ψιλικόν</i> ή <i>τὰ [[ψιλικά]]<br />οι [[ελαφρά]] οπλισμένοι στρατιώτες.
}}
}}