ἐρύθημα: Difference between revisions

14
(Bailly1_2)
(14)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> rougeur de la peau, du visage;<br /><b>2</b> rougeur maladive, inflammation.<br />'''Étymologie:''' [[ἐρυθαίνω]].
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> rougeur de la peau, du visage;<br /><b>2</b> rougeur maladive, inflammation.<br />'''Étymologie:''' [[ἐρυθαίνω]].
}}
{{grml
|mltxt=το (AM [[ἐρύθημα]]) [[ερυθαίνομαι]]<br /><b>1.</b> [[κοκκίνισμα]], [[υπεραιμία]] του δέρματος του προσώπου που προέρχεται από [[ντροπή]], [[αιδώ]], [[οργή]] κ.λπ.<br /><b>2.</b> [[υπεραιμία]] του δέρματος που οφείλεται σε διάφορα παθολογικά αίτια<br /><b>αρχ.</b><br />το κόκκινο [[χρώμα]] («[[ἐρύθημα]] ἱματίων», ΠΔ).
}}
}}