3,274,216
edits
(6_16) |
(16) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ζωοδόχος''': -ον, δεχόμενος ἢ δεχθεὶς τὴν ζωήν, ζ. καὶ [[θεοδέγμων]] [[τάφος]], ἐπὶ τοῦ τάφου τοῦ Χριστοῦ, Ἐκκλ. | |lstext='''ζωοδόχος''': -ον, δεχόμενος ἢ δεχθεὶς τὴν ζωήν, ζ. καὶ [[θεοδέγμων]] [[τάφος]], ἐπὶ τοῦ τάφου τοῦ Χριστοῦ, Ἐκκλ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (AM [[ζωοδόχος]], -ον)<br /><b>1.</b> ([[κυρίως]] για τον τάφο του Ιησού ή για τον ουρανό) αυτός που δέχεται [[μέσα]] του ή έχει δεχθεί τη ζωή, [[δηλαδή]] τον Χριστό<br /><b>2.</b> ως επίθ. της Θεοτόκου, [[επειδή]] δέχθηκε [[μέσα]] της την [[πηγή]] της ζωής, τον Ιησού<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «Ζωοδόχος Πηγή» <br />α) η Θεοτόκος<br />β) «Ζωοδόχος Πηγή» Μπαλουκλή<br />[[ονομασία]] περίφημου αγιάσματος στο Επταπύργιο, [[κοντά]] στην Κωνσταντινούπολη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ζω(ο)-(Ι) <span style="color: red;">+</span> -<i>δοχος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δέχομαι]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>καπνο</i>-<i>δόχος</i>, <i>ξενο</i>-<i>δόχος</i>]. | |||
}} | }} |