ἦτρον: Difference between revisions

427 bytes added ,  29 September 2017
16
(Bailly1_2)
(16)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />bas-ventre.<br />'''Étymologie:''' [[ἦτορ]].
|btext=ου (τό) :<br />bas-ventre.<br />'''Étymologie:''' [[ἦτορ]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ἦτρον]], το (Α)<br /><b>1.</b> το [[υπογάστριο]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> το [[κοίλο]] [[μέρος]] χύτρας ή αγγείου<br /><b>3.</b> η [[εντεριώνη]], η [[ψίχα]] του καλαμιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μετονοματικό παρ. του αθέματου τ. [[ήτορ]] «[[καρδιά]]»].
}}
}}