καλόψυχος: Difference between revisions

18
(6_16)
(18)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κᾰλόψῡχος''': -ον, = [[εὔψυχος]], Ἡσύχ. ἐν λ. [[εὔθυμος]].
|lstext='''κᾰλόψῡχος''': -ον, = [[εὔψυχος]], Ἡσύχ. ἐν λ. [[εὔθυμος]].
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[καλόψυχος]], -ον) αυτός που έχει καλή [[ψυχή]], [[αγαθός]], [[καλόκαρδος]], [[καλόγνωμος]], ευσπλαχνικός<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που έχει καλή ψυχική [[διάθεση]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>καλόψυχα</i> (Μ καλόψυχα)<br /><b>νεοελλ.</b><br />με ευσπλαχνία, με [[καλοσύνη]], με καλή [[ψυχή]]<br /><b>μσν.</b><br />σε καλή ψυχική [[διάθεση]] («καλόψυχα τὸν ηὕρασιν... ἀπέσω», Χρον. Moρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ψυχος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ψυχή]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>γενναιό</i>-<i>ψυχος</i>, [[μεγαλό]]-<i>ψυχος</i>].
}}
}}