κατάθραυστος: Difference between revisions

19
(6_17)
(19)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατάθραυστος''': -ον, κατατεθραυσμένος εἰς τεμάχια, Διοσκ. 5. 102.
|lstext='''κατάθραυστος''': -ον, κατατεθραυσμένος εἰς τεμάχια, Διοσκ. 5. 102.
}}
{{grml
|mltxt=[[κατάθραυστος]], -ον (Α) [[καταθραύω]]<br />[[σπασμένος]] σε κομμάτια.
}}
}}