κονδύλωμα: Difference between revisions

21
(6_21)
(21)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κονδύλωμα''': τό, [[ὄγκος]], τυλῶδες [[οἴδημα]], Ἱππ. 893C, H, Γαλην.
|lstext='''κονδύλωμα''': τό, [[ὄγκος]], τυλῶδες [[οἴδημα]], Ἱππ. 893C, H, Γαλην.
}}
{{grml
|mltxt=το (Α [[κονδύλωμα]])<br />όγκος, [[πρήξιμο]], [[εξόγκωμα]] («κονδύλωμά ἐστι δακτυλίου στολίδος [[ἐπανάστασις]] [[μετὰ]] φλεγμονῆς», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ιατρ.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τα κονδυλώματα</i><br />εκβλαστήσεις μισχωτές ή με πλατιά [[βάση]] που έχουν [[μέγεθος]] φακής έως μικρού αβγού και οι οποίες εντοπίζονται στα γεννητικά όργανα ή και στον πρωκτό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόνδυλος]]. Η λ. ως ιατρ. όρος [[είναι]] αντιδάνεια, <b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>condyloma</i> <span style="color: red;"><</span> νεολατ. <i>condyloma</i> <span style="color: red;"><</span> [[κονδύλωμα]] <span style="color: red;"><</span> [[κόνδυλος]].
}}
}}