3,274,246
edits
(6_22) |
(21) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κοσκινίζω''': ὡς καὶ νῦν, = [[κοσκινεύω]], Διοσκ. Παραβ. 1. 154, Ὀρνεοσόφ. κτλ. | |lstext='''κοσκινίζω''': ὡς καὶ νῦν, = [[κοσκινεύω]], Διοσκ. Παραβ. 1. 154, Ὀρνεοσόφ. κτλ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και κοσκινάω (ΑM [[κοσκινίζω]]) [[κόσκινον]]<br />[[διαχωρίζω]] λεπτά μόρια ή κόκκους ενός υλικού από άλλα χοντρότερα, [[καθαρίζω]] [[αλεύρι]], όσπρια ή άλλα υλικά με παλμικές κινήσεις χρησιμοποιώντας το [[κόσκινο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[εξετάζω]] [[λεπτομερώς]], πολυεξετάζω («πολύ τήν κοσκινίζει την [[υπόθεση]] και θα τά βγάλει όλα στη [[φόρα]]»)<br /><b>2.</b> <b>παροιμ.</b> «όποιος βαριέται να ζυμώσει [[πέντε]] μέρες κοσκινάει» — λέγεται γι' αυτούς που αργοπορούν να κάνουν [[κάτι]] από [[νωθρότητα]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[χτυπώ]], [[μαστιγώνω]]. | |||
}} | }} |