λεϊστός: Difference between revisions

22
(Autenrieth)
(22)
Line 10: Line 10:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=see [[ληϊστός]].
|auten=see [[ληϊστός]].
}}
{{grml
|mltxt=[[λεϊστός]] και [[ληϊστός]], -ή, -όν (Α)<br />αυτός που έχει λαφυραγωγηθεί, λαφυραγωγημένος, σκυλευμένος, ληστευμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[ληϊστός]] <span style="color: red;"><</span> [[ληΐζομαι]], ενώ ο [[ομηρικός]] τ. [[λεϊστός]] <span style="color: red;"><</span> [[ληϊστός]] με [[βράχυνση]] για μετρικούς λόγους].
}}
}}