ἀναψυκτικός: Difference between revisions

4
(6_11)
(4)
 
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀναψυκτικός''': -ή, -όν, ὁ ἔχων τὴν δύναμιν τοῦ ἀναψύχειν, δροσιστικός, Γαλην.
|lstext='''ἀναψυκτικός''': -ή, -όν, ὁ ἔχων τὴν δύναμιν τοῦ ἀναψύχειν, δροσιστικός, Γαλην.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἀναψυκτικός]], -ή, -όν)<br />αυτός που αναψύχει, [[δροσιστικός]].
}}
}}