βάτος: Difference between revisions

2,120 bytes added ,  29 September 2017
7
(T21)
(7)
Line 36: Line 36:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=<b class="num">(1)</b> βάτου, ἡ and (in G L T Tr WH) ὁ, (the [[latter]] according to [[Moeris]], Attic; the [[former]] Hellenistic; cf. Fritzsche on Mark , p. 532; Winer s Grammar, 63 (62) (cf. 36; Buttmann, 12 (11))) (from [[Homer]] [[down]]), a [[thorn]] or bramble-[[bush]] (cf. B. D., [[under]] the [[word]] Smith's Bible Dictionary, Bush): [[ἐπί]] [[τοῦ]] (τῆς) βάτου at the Bush, i. e. [[where]] it tells [[about]] the Bush, B. D., [[under]] the [[word]] Smith's Bible Dictionary, Bible IV:1).<br /><b class="num">(2)</b> βάτου, ὁ, [[Hebrew]] בַּת a [[bath]] (A. V. [[measure]]), a Jewish [[measure]] of liquids containing 72sextarii ([[between]] 8,9 gallons) (Josephus, Antiquities 8,2, 9): B. D. [[under]] the [[word]] Smith's Bible Dictionary, Weights and Measures II:2).
|txtha=<b class="num">(1)</b> βάτου, ἡ and (in G L T Tr WH) ὁ, (the [[latter]] according to [[Moeris]], Attic; the [[former]] Hellenistic; cf. Fritzsche on Mark , p. 532; Winer s Grammar, 63 (62) (cf. 36; Buttmann, 12 (11))) (from [[Homer]] [[down]]), a [[thorn]] or bramble-[[bush]] (cf. B. D., [[under]] the [[word]] Smith's Bible Dictionary, Bush): [[ἐπί]] [[τοῦ]] (τῆς) βάτου at the Bush, i. e. [[where]] it tells [[about]] the Bush, B. D., [[under]] the [[word]] Smith's Bible Dictionary, Bible IV:1).<br /><b class="num">(2)</b> βάτου, ὁ, [[Hebrew]] בַּת a [[bath]] (A. V. [[measure]]), a Jewish [[measure]] of liquids containing 72sextarii ([[between]] 8,9 gallons) (Josephus, Antiquities 8,2, 9): B. D. [[under]] the [[word]] Smith's Bible Dictionary, Weights and Measures II:2).
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο και η και [[βάτα]], η και [[βάτο]], το (AM [[βάτος]], η)<br />[[γένος]] αγγειόσπερμων αγκαθωτών [[φυτών]] που ανήκει στην [[τάξη]] Ροδώδη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[βάτος]] [[εκτός]] από τη γνωστή [[σημασία]] της, που έχει διατηρηθεί και στη Νέα Ελληνική («[[αγκαθωτός]] [[θάμνος]]»), δήλωνε [[επιπλέον]] στους αρχαίους το [[ψάρι]] «[[σαλάχι]]». Αρχική ήταν η πρώτη [[σημασία]] της λέξεως, το δε [[σαλάχι]] ονομάστηκε [[έτσι]] εξαιτίας των αγκαθιών που καλύπτουν εν μέρει την άνω [[επιφάνεια]] του σώματος του. Υποστηρίχθηκε ότι πρόκειται για [[ευρέως]] διαδεδομένο μεσογειακό τ., ο [[οποίος]] συσχετίσθηκε με τη λ. <i>μαντία</i> «[[βατόμουρο]]» (<b>Διοσκ.</b> 4, 37) [[καθώς]] και με άλλες ονομασίες θάμνων της ιβηρικής και γαλατο-ρωμαϊκής περιοχής, που σχηματίζονται [[επίσης]] με το [[στοιχείο]] <i>ma</i>(<i>n</i>)<i>t</i>-. Τέλος, ο νεοελλ. τ. [[βάτο]], <i>το</i> προήλθε από την αιτ. <i>το</i>(<i>ν</i>) [[βάτο]] του αρσ. <i>ο [[βάτος]].———————— <b>(II)</b><br />ο (AM [[βάτος]])<br />το [[ψάρι]] [[βατίς]], [[βατί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[βάτος]] (Ι)].———————— <b>(III)</b><br />[[βάτος]] και [[βάδος]], ο (Α)<br />εβραϊκό [[μέτρο]] υγρών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δάνεια λ. σημιτικής προελεύσεως (<b>[[πρβλ]].</b> εβρ. <i>bath</i>)].
}}
}}