ἐλατός: Difference between revisions

11
(11)
(11)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο<br /><b>βλ.</b> [[έλατο]].
|mltxt=ο<br /><b>βλ.</b> [[έλατο]].
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἐλατός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> (για μέταλλα) αυτός που μπορεί να σφυρηλατηθεί ή να μετατραπεί σε ελάσματα με τη [[διαδικασία]] της έλασης<br /><b>2.</b> [[σφυρήλατος]], σφυρηλατημένος («ἐλαταὶ σάλπιγγες, ἐλατοὶ θώρακες»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ελατό</i><br />η [[ελατότητα]].
}}
}}