3,273,724
edits
(Bailly1_2) |
(13) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ῆς (ἡ) :<br />action de toucher à la surface, de toucher à, de manier ; <i>fig.</i> atteinte, blâme, châtiment.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ἁφή]]. | |btext=ῆς (ἡ) :<br />action de toucher à la surface, de toucher à, de manier ; <i>fig.</i> atteinte, blâme, châtiment.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ἁφή]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η (AM [[ἐπαφή]])<br />αφή, [[ψηλάφηση]], [[άγγιγμα]] («τυφλοῑς τὸ βλέπειν τῇ σῇ ἐπαφῇ θείᾳ δέδοται», Μηναία)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> πρώτη [[συνάντηση]] με σκοπό στενότερες σχέσεις ή [[έναρξη]] διαπραγματεύσεων («ἡλθα σε [[επαφή]] με τους υπευθύνους του περιοδικού»)<br /><b>2.</b> [[σχέση]], [[συνάφεια]] («δεν έχω [[επαφή]] [[μαζί]] του»)<br /><b>3.</b> <b>γεωλ.</b> η [[επιφάνεια]] σύνδεσης δύο γεωλογικών σχηματισμών<br /><b>4.</b> <b>(ηλεκτρ.)</b> α) [[σημείο]] ή [[περιοχή]] [[κατά]] την οποία δύο αγώγιμα σώματα ενώνονται [[έτσι]] ώστε να αποκαθίσταται [[μεταξύ]] τους ηλεκτρικά αγώγιμη [[σύνδεση]]<br />β) το [[σύστημα]] δύο ή περισσότερων αγωγών που βρίσκονται μόνιμα, περιοδικά ή στιγμιαία σε ηλεκτρικά αγώγιμη [[σύνδεση]], [[καθώς]] και η [[λειτουργία]] που αποκαθιστά τη [[σύνδεση]] αυτή<br /><b>5.</b> <b>μαθ.</b> [[επαφή]] σε ένα [[σημείο]] έχουν δύο καμπύλες ή δύο επιφάνειες ή μία [[καμπύλη]] και μία [[επιφάνεια]], όταν στο [[σημείο]] αυτό οι εφαπτόμενες ή τα εφαπτόμενα επίπεδα ταυτίζονται ή, στην τελευταία [[περίπτωση]], η εφαπτομένη της καμπύλης ανήκει στο εφαπτόμενο επίπεδο της επιφάνειας<br /><b>6.</b> <b>στρ.</b> η [[προσέγγιση]] [[προς]] τον εχθρό ο [[οποίος]] κινείται ή σταθμεύει<br /><b>7.</b> <b>(ψυχολ.)</b> γενικά, η αμοιβαία [[προσέγγιση]] του εσωτερικού κόσμου δύο ή περισσότερων ατόμων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τρόπος]] ψαύσεως ή κρούσεως τών χορδών μουσικών οργάνων<br /><b>2.</b> η [[αίσθηση]] της [[αφής]]<br /><b>3.</b> [[αντίληψη]], [[νόηση]] («ἡ τοῡ ἀγαθοῡ [[εἴτε]] [[γνῶσις]] [[εἴτε]] [[ἐπαφή]]», Επίκ.)<br /><b>4.</b> αυστηρή [[μεταχείριση]], [[τιμωρία]] («ἐπαφῆς δὲ καὶ νουθεσίας», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> <i>αφή</i> (<span style="color: red;"><</span> [[άπτομαι]] «[[εγγίζω]]»)]. | |||
}} | }} |