ἔχιον: Difference between revisions

369 bytes added ,  29 September 2017
15
(6_21)
(15)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἔχιον''': τό, ([[ἔχις]]) [[εἶδος]] φυτοῦ, «φειδοβότανον», Sprengel ἐν Διοσκ. 4. 27, [[ἔνθα]] ἴδε περιγραφὴν [[αὐτοῦ]].
|lstext='''ἔχιον''': τό, ([[ἔχις]]) [[εἶδος]] φυτοῦ, «φειδοβότανον», Sprengel ἐν Διοσκ. 4. 27, [[ἔνθα]] ἴδε περιγραφὴν [[αὐτοῦ]].
}}
{{grml
|mltxt=το (Α [[ἔχιον]]) [[έχις]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βοτ.</b> [[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] της οικογένειας βοραγινίδες, κν. βοϊδόγλωσσα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>βοτ.</b> το [[φυτό]] σαπωνόφυτον το ωκιμοειδές.
}}
}}