3,274,399
edits
(15) |
|||
(45 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 3: | Line 3: | ||
|Medium diacritics=εὐχερής | |Medium diacritics=εὐχερής | ||
|Low diacritics=ευχερής | |Low diacritics=ευχερής | ||
|Capitals=ΕΥΧΕΡΗΣ | |Capitals=[[Bold text]]ΕΥΧΕΡΗΣ | ||
|Transliteration A=eucherḗs | |Transliteration A=eucherḗs | ||
|Transliteration B=eucherēs | |Transliteration B=eucherēs | ||
|Transliteration C=efcheris | |Transliteration C=efcheris | ||
|Beta Code=eu)xerh/s | |Beta Code=eu)xerh/s | ||
|Definition= | |Definition=εὐχερές,<br><span class="bld">A</span> [[tolerant of evil]] or [[indifferent to evil]], [[unpleasantness]] or [[inaccuracy]], [[not squeamish]], ἡ ὗς εὐχερέστατον πρὸς πᾶσαν τροφὴν ζῴων ἐστίν [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''595a18; οὐδενὸς γὰρ πώποτε ἀπέβαλεν ὀσπρίου λέπος· οὕτως ἐκεῖνός ἐστιν εὐ. ἀνήρ Alex. 266.8, cf. Aristopho 12.5, S.''Ph.''519, 875; of lizard eaters, λίαν εὐχερεῖς Menesth. ap. Orib.2.68.13; <b class="b3">εὐχερὴς βίος</b> of the [[swineherd]], [[Plato|Pl.]]''[[Politicus|Plt.]]'' 266d; <b class="b3">τὸ εὐχερὲς τῶν ὀνομάτων</b> the [[loose]] [[use]] of [[name]]s, Id.''Tht.''184c. Adv. [[εὐχερῶς]], φέρειν τὴν ὠχρότητα, i.e. ''Glossaria''it over, Id.''R.'' 474e, cf. ''Tht.''154b; εὐ. ἔχειν πρὸς τὴν ἀνθρωποφαγίαν [[Aristotle|Arist.]]''[[Politica|Pol.]]''1338b21; -ρῶς ὥσπερ θηρίον ὕειον ἐν ἀμαθίᾳ μολύνηται [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 535e: Comp. εὐχερέστερον, πρὸς πᾶν βρῶμα ἔχειν X.''Lac.''2.5; <b class="b3">ἄλλο μικρῷ μεῖζον εὐχερέστερον κινοῦσιν</b> [[more readily]], [[with fewer qualms]], [[Aristotle|Arist.]]''[[Politica|Pol.]]''1307b5, cf. Din. 1.55.<br><span class="bld">2</span> [[unscrupulous]], [[reckless]], D.21.103, [[Aristotle|Arist.]]''[[Metaphysics|Metaph.]]''1025a2. Adv. [[εὐχερῶς]] = [[heedlessly]], [[recklessly]], ὦ λέγων εὐχερῶς ὅτι ἂν βουληθῇς D.18.70, cf. 264.<br><span class="bld">II</span> [[indifferent to danger]] or [[suffering]], [[cool]], [[unconcerned]], [[unflinching]], <b class="b3">τῆς πολεμικῆς χρείας τῆς κατ' ἄνδρα.. εὐχερεῖς καὶ πρακτικοί</b> [[cool]] and [[efficient]] in [[individual]] [[fighting]], Plb.4.8.9; εἰς εὐχερῆ τῆς ἀποτέξεως ὑπομονήν Sor.1.46 (cf. [[εὐχέρεια]] ''ΙΙ''). Adv. [[εὐχερῶς]] καὶ [[εὐκόλως]] ἐξέπιεν = drank the [[hemlock]] [[coolly]] and [[good-humouredly]], [[Plato|Pl.]]''[[Phaedo|Phd.]]'' 117c.<br><span class="bld">III</span> [[easy]], [[εὐχερές ἐστι]] = [[it is easy]] c. inf., Batr.62; τὰ λαχανευόμενα μεταφυτεύεται πρὸς εὐχερῆ τελείωσιν Sor.1.87: Comp., ib.108. Adv. [[εὐχερῶς]], νόσου γινομένης [[εὐχερῶς]] ἀποξύνεται τὸ γάλα Id.1.115, cf. ''PLond.''2.401.24 (ii B.C.): Sup. εὐχερέστατα<b class="b3">, τρέπονται</b> (''[[sc.]]'' <b class="b3">εἰς φυγήν</b>) [[Diodorus Siculus|D.S.]]31.38.<br><span class="bld">2</span> <b class="b3">σπασμοὶ εὐχερέες</b>, i.e. [[not dangerous]], Hp. ''Prorrh.''1.119 (cf. Gal.16.773); cf. [[εὐήθης]] 1.3.<br><span class="bld">3</span> c. dat., [[suitable]], [[adapted]], <b class="b3">θάλασσα… μεγάλαις ναυσὶν οὐκ εὐ.</b> App.''BC''2.84. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1109.png Seite 1109]] ές, mit Leichtigkeit, geschickt handhabend, bes. tadelnd; leichtsinnig, unbeständig, Dem. 21, 103; καὶ [[παράβολος]] Plut. Arist. 2; a. Sp.; so εὐχερὴς [[ἀνήρ]] comic. bei Ath. II, 55 d; – leicht zu handhaben, zu behandeln, übh. leicht, εὐχερές ἐστι ταῦτα [[δαήμεναι]] Batrach. 63; πάντα ταῦτ' ἐν εὐχερεῖ ἔθου, für etwas Leichtes erachten, d. i. verachten, Soph. Phil. 863; auch von Menschen, | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1109.png Seite 1109]] ές, mit Leichtigkeit, geschickt handhabend, bes. tadelnd; leichtsinnig, unbeständig, Dem. 21, 103; καὶ [[παράβολος]] Plut. Arist. 2; a. Sp.; so εὐχερὴς [[ἀνήρ]] comic. bei Ath. II, 55 d; – leicht zu handhaben, zu behandeln, übh. leicht, εὐχερές ἐστι ταῦτα [[δαήμεναι]] Batrach. 63; πάντα ταῦτ' ἐν εὐχερεῖ ἔθου, für etwas Leichtes erachten, d. i. verachten, Soph. Phil. 863; auch von Menschen, gutmütig, nachgiebig, ὅρα σὺ μὴ νῦν μέν τις εὐχερὴς παρῇς 519; so oft tadelnd, τὸ εὐχερὲς τῶν ὀνομάτων καὶ μὴ δι' ἀκριβείας ἐξεταζόμενον, die Nachlässigkeit im Ausdruck, Plat. Theaet. 184 b; flink, schnell, Plat. Polit. 266 c; πολεμικῆς χρείας Pol. 4, 8, 9; – [[ζῷον]] πρὸς πᾶσαν τροφὴν εὐχερέστατον, das sich leicht an jede Nahrung gewöhnt, Arist. H. A. 8, 6; [[θάλασσα]] εὐχ. μεγάλαις ναυσίν, leicht zu befahren, App. B. C. 2, 84. – Adv. εὐχερῶς, leicht, schnell, καὶ εὐκόλως ἐξέπιε Plat. Phaed. 117 c; εὐχερῶς φέρειν, gelassen ertragen, z. B. τὴν ὠχρότητα Rep. V, 474 e, wie ὀνείδη Dem. 3, 20; εὐχερέστερον προσδέξεσθαί τι Din. 1, 55; εὐχερῶς ἔχειν [[πρός]] τι, geneigt sein zu Etwas, Arist. Eth. 8, 9; Sp. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br /><b>I.</b> [[facile à manier]], [[maniable]], [[dont on peut venir à bout]] ; <i>en parl. de pers.</i> serviable, obligeant, sociable;<br /><b>II.</b> [[facile]], [[aisé]] : τι [[ἐν]] εὐχερεῖ τίθεσθαι SOPH regarder qch comme facile;<br /><b>III.</b> <i>p. ext.</i> qui se laisse aller à <i>d'ord. en mauv. part</i> :<br /><b>1</b> [[enclin à]] : πρός τι à qch (passion, colère, <i>etc.</i>);<br /><b>2</b> <i>abs.</i> qui se laisse aller, insouciant, négligent;<br /><b>3</b> <i>au mor.</i> [[relâché]], [[sans scrupules]].<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[χείρ]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εὐχερής:'''<br /><b class="num">1</b> [[легко склоняющийся]], [[податливый]] (πρὸς ὀργήν Plut.);<br /><b class="num">2</b> [[уступчивый]], [[сговорчивый]] (''[[sc.]]'' [[ἄνθρωπος]] Arst.): [[ὅρα]] σὺ μὴ [[νῦν]] τις εὐ. [[παρῇς]] Soph. смотри, не проявляй теперь (чрезмерной) уступчивости;<br /><b class="num">3</b> [[легко приспособляющийся]], [[искусно использующий]] (τῆς πολεμικῆς χρείας Polyb.);<br /><b class="num">4</b> [[неразборчивый]] (πρὸς πᾶσαν τροφήν Arst.);<br /><b class="num">5</b> [[легкий]], [[беззаботный]] ([[βίος]] Plat.);<br /><b class="num">6</b> [[искусный]], [[ловкий]] (εὐ. χαὶ [[πανοῦργος]] [[φύσις]] Plut.);<br /><b class="num">7</b> [[распущенный]], [[легкомысленный]] (μιαρὸς καὶ [[λίαν]] εὐ. Plut.);<br /><b class="num">8</b> [[легкий]], [[доступный]] ([[ταῦτα]] [[δαήμεναι]] [[εὐχερές]] ἐστιν Batr.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὐχερής''': -ές, (χεὶρ) ὃν εὐκόλως χειρίζεταί τις, [[εὔκολος]], [[ἀκίνδυνος]], οἱ ἐν ὑστερικαῖς σπασμοὶ εὐχερεῖς Ἱππ. Προρρ. 77· [[βίος]] Πλάτ. Πολιτικ. 266C. Θάλασσα... μεγάλαις ναυσὶν οὐκ εὐχ. Ἀππ. Ἐμφυλ. 2. 84· εὐχερές ἐστι, μετ’ ἀπαρ., Βατραχομ. 62· πάντα [[ταῦτα]] ἐν εὐχερεῖ ἔθου, «τὰ ἐπῆρες ἐλαφρά», δὲν ἔδωκες εἰς αὐτὰ προσοχήν, Σοφ. Φιλ. 875· τὸ εὐχερὲς τῶν ὀνομάτων, ὁ [[εὔκολος]] [[οὗτος]] [[τρόπος]] τῆς χρήσεως αὐτῶν, Πλάτ. Θεαίτ. 184C: - Ἐπίρρ. εὐχερῶς ὁ αὐτ. ἐν Φαίδωνι 117C, κ. ἀλλ. 2) ἐπὶ προσώπων, εὐκολοκυβέρνητος, [[ἐνδοτικός]], [[αὐτάρκης]], ὑποχωρῶν, [[ἀγαθός]], Σοφ. Φιλ. 519· [[οὕτως]]... εὐχ. ἀνὴρ Ἄλεξις ἐν Ἀδήλ. 9. 8· εὐχ. θεὸν λέγεις Ἀριστοφῶν ἐν «Πυθαγοριστῇ», 4. 5· ἡ ὗς... εὐχερέστατον πρὸς πᾶσαν τροφὴν τῶν ζῴων ἐστίν, εὐκολωτάτη εἰς τὸ νὰ ἐσθίῃ παντὸς εἴδους τροφήν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8., 6, 2· - συχνὸν ἐν τῷ Ἐπιρρ., εὐχερῶς φέρειν Πλάτ. Πολ. 474Α· εὐχ. ἔχειν [[πρός]] τι Ἀριστ. Πολιτικ. 8. 4. 3· -έστερον Ξεν. Λακ. 2, 5· - Ὑπερθ. -έστατα Διοδ. Ἐκλογ. Βατ. σ. 88. ΙΙ. [[ἐπιτήδειος]], [[ἱκανός]], [[ἄξιος]], καὶ τῆς τε πολεμικῆς χρείας, τῆς κατ’ ἄνδρα μὲν καὶ κατ’ ἰδίαν εὐχερεῖς καὶ πρακτικοὶ Πολύβ. 4. 8, 9. 2) ἐπὶ κακῆς σημασίας, ὡς τὸ [[ῥᾳδιουργός]], ὁ εὐκόλως καὶ [[ἀσυστόλως]] πράττων πᾶσαν ἀτιμίαν, Δημ. 557. 28, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 29, 5. - Ἐπίρρ. -ρῶς, ἀπερισκέπτως, ἀνοήτως, ὦ λέγων εὐχερῶς ὅ τι ἂν βουληθῇς Δημ. 248. 11, πρβλ. 315. 3· εὐχερῶς πως Πλάτ. Θεαίτ. 154Β· - Συγκρ. -έστερον Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 7, 11. | |lstext='''εὐχερής''': -ές, (χεὶρ) ὃν εὐκόλως χειρίζεταί τις, [[εὔκολος]], [[ἀκίνδυνος]], οἱ ἐν ὑστερικαῖς σπασμοὶ εὐχερεῖς Ἱππ. Προρρ. 77· [[βίος]] Πλάτ. Πολιτικ. 266C. Θάλασσα... μεγάλαις ναυσὶν οὐκ εὐχ. Ἀππ. Ἐμφυλ. 2. 84· εὐχερές ἐστι, μετ’ ἀπαρ., Βατραχομ. 62· πάντα [[ταῦτα]] ἐν εὐχερεῖ ἔθου, «τὰ ἐπῆρες ἐλαφρά», δὲν ἔδωκες εἰς αὐτὰ προσοχήν, Σοφ. Φιλ. 875· τὸ εὐχερὲς τῶν ὀνομάτων, ὁ [[εὔκολος]] [[οὗτος]] [[τρόπος]] τῆς χρήσεως αὐτῶν, Πλάτ. Θεαίτ. 184C: - Ἐπίρρ. εὐχερῶς ὁ αὐτ. ἐν Φαίδωνι 117C, κ. ἀλλ. 2) ἐπὶ προσώπων, εὐκολοκυβέρνητος, [[ἐνδοτικός]], [[αὐτάρκης]], ὑποχωρῶν, [[ἀγαθός]], Σοφ. Φιλ. 519· [[οὕτως]]... εὐχ. ἀνὴρ Ἄλεξις ἐν Ἀδήλ. 9. 8· εὐχ. θεὸν λέγεις Ἀριστοφῶν ἐν «Πυθαγοριστῇ», 4. 5· ἡ ὗς... εὐχερέστατον πρὸς πᾶσαν τροφὴν τῶν ζῴων ἐστίν, εὐκολωτάτη εἰς τὸ νὰ ἐσθίῃ παντὸς εἴδους τροφήν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8., 6, 2· - συχνὸν ἐν τῷ Ἐπιρρ., εὐχερῶς φέρειν Πλάτ. Πολ. 474Α· εὐχ. ἔχειν [[πρός]] τι Ἀριστ. Πολιτικ. 8. 4. 3· -έστερον Ξεν. Λακ. 2, 5· - Ὑπερθ. -έστατα Διοδ. Ἐκλογ. Βατ. σ. 88. ΙΙ. [[ἐπιτήδειος]], [[ἱκανός]], [[ἄξιος]], καὶ τῆς τε πολεμικῆς χρείας, τῆς κατ’ ἄνδρα μὲν καὶ κατ’ ἰδίαν εὐχερεῖς καὶ πρακτικοὶ Πολύβ. 4. 8, 9. 2) ἐπὶ κακῆς σημασίας, ὡς τὸ [[ῥᾳδιουργός]], ὁ εὐκόλως καὶ [[ἀσυστόλως]] πράττων πᾶσαν ἀτιμίαν, Δημ. 557. 28, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 29, 5. - Ἐπίρρ. -ρῶς, ἀπερισκέπτως, ἀνοήτως, ὦ λέγων εὐχερῶς ὅ τι ἂν βουληθῇς Δημ. 248. 11, πρβλ. 315. 3· εὐχερῶς πως Πλάτ. Θεαίτ. 154Β· - Συγκρ. -έστερον Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 7, 11. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{grml | ||
| | |mltxt=-ές (ΑΜ [[εὐχερής]], -ές)<br />αυτός τον οποίο εύκολα χειρίζεται [[κάποιος]], αυτός που γίνεται ή πραγματοποιείται εύκολα, ο [[εύκολος]], ο [[άκοπος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ικανός]] σε [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για πρόσ. και ζώα) α) [[ενδοτικός]], [[υποχωρητικός]], [[εύκολος]], [[βολικός]]<br />β) [[επιδέξιος]], [[επιτήδειος]], [[ικανός]]<br /><b>2.</b> (με κακή σημ.) αυτός που ενεργεί εύκολα, επιπόλαια, αυτός που έχει ελαστική [[συνείδηση]], ο ηθικά [[ανερμάτιστος]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «εὐχερές ἐστι» — [[είναι]] εύκολο<br />β) «ἐν εὐχερεῖ [[τίθημι]]» — [[θεωρώ]] [[κάτι]] ως εύκολο, δεν [[αποδίδω]] την πρέπουσα [[σημασία]] σε [[κάτι]], το [[παίρνω]] [[ελαφρά]]<br />γ) «τὸ εὐχερές τῶν ὀνομάτων» — η [[ευκολία]] χρήσεως τών ονομάτων. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ευχερώς</i> (ΑΜ εὐχερῶς)<br />με [[ευχέρεια]], εύκολα, άνετα, [[άκοπα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> απερίσκεπτα, ανόητα, επιπόλαια<br /><b>2.</b> [[πρόθυμα]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «εὐχερῶς ἔχω [[πρός]] τι» — έχω [[κλίση]], [[διάθεση]], [[τάση]] [[προς]] [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η [[λέξη]] [[είναι]] σύνθετη με α' σύνθ. <i>ευ</i><br />για το β' σύνθ. υπάρχουν ερμηνευτικές δυσχέρειες ([[πρβλ]]. το αντίθετο <i>δυσ</i>-<i>χερής</i>). Παραδοσιακά η λ. θεωρήθηκε σύνθετη με β' σύνθ. [[χειρ]], [[αλλά]] τόσο μορφολογικά (θα αναμενόταν [[χειρ]]- [[αντί]] <i>χερ</i>-) όσο και σημασιολογικά η [[ερμηνεία]] αυτή δεν [[είναι]] απόλυτα ικανοποιητική. Κατ' άλλους, το β' σύνθ. της λέξεως ανάγεται στη [[ρίζα]] του [[χαίρω]]. Θα [[πρέπει]] όμως να υποτεθεί [[απαθής]] [[βαθμίδα]] <i>χέρος</i> ([[πρβλ]]. [[ευμενής]] -[[μένος]]), ενώ όλα τα [[σύνθετα]] του [[χαίρω]] με [[θέμα]] -<i>ς</i> σχηματίζονται με την ασθενή [[βαθμίδα]] ([[πρβλ]]. <i>περι</i>-<i>χαρής</i> <b>κ.ά.</b>)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''εὐχερής:''' -ές ([[χείρ]]),<br /><b class="num">1.</b> αυτός που χειρίζεται [[κάποιος]] εύκολα, αυτός που αντιμετωπίζεται εύκολα, [[εύκολος]], [[ακίνδυνος]]· <i>εὐχερές ἐστι</i>, με απαρ., σε Βατραχομ.· πάντα ταῦτ' ἐν εὐχερεῖ [[ἔθου]], τα πήρες [[ελαφρά]], αψήφιστα, δεν τους έδωσες [[προσοχή]], σε Σοφ.· επίρρ. <i>-ρῶς</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πρόσωπα, ευκολομεταχείριστος, [[συμβιβαστικός]], [[ενδοτικός]], [[αγαθός]], [[καλόβολος]], [[υποχωρητικός]], σε Σοφ.· επίρρ. [[εὐχερῶς]] φέρειν, σε Πλάτ. κ.λπ.· συγκρ. <i>-έστερον</i>, σε Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> με αρνητική [[σημασία]], [[ανόητος]], [[απερίσκεπτος]], σε Δημ.· επίρρ. <i>-ρῶς</i>, στον ίδ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=εὐ-χερής, ές [χείρη]<br /><b class="num">1.</b> [[easily]] handled, [[easy]] to [[deal]] with, [[easy]], εὐχερές ἐστι, c. inf., Batr.; πάντα ταῦτ' ἐν εὐχερεῖ [[ἔθου]] didst make [[light]] of them, Soph.:—adv. -ρῶς, Soph.<br /><b class="num">2.</b> of persons, [[manageable]], [[accommodating]], [[kind]], [[yielding]], Soph.:—adv., [[εὐχερῶς]] φέρειν Plat., etc.; comp. -έστερον, Xen.<br /><b class="num">3.</b> in bad [[sense]], [[unscrupulous]], [[reckless]], Dem.:—adv. -ρῶς, Dem. | |||
}} | |||
{{FriskDe | |||
|ftr='''εὐχερής''': {eukherḗs}<br />'''See also''': s. [[δυσχερής]].<br />'''Page''' 1,595 | |||
}} | |||
{{WoodhouseReversedUncategorized | |||
|woodrun=[[obliging]], [[rash]], [[reckless]], [[easy to deal with]] | |||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=(=[[εὔκολος]], [[ἐπιδέξιος]]). Ἀπό τό [[εὖ]] + [[χείρ]].<br><b>Παράγωγα:</b> [[εὐχέρεια]] ἤ [[εὐχειρία]] (=[[ἐπιδεξιότητα]]). | |||
}} | }} | ||
{{ | {{trml | ||
| | |trtx====[[easy]]=== | ||
Afrikaans: maklik; Albanian: i lehtë; Amharic: ቀላል; Arabic: سَهْل; Egyptian Arabic: سهل; Aragonese: fázil; Armenian: հեշտ; Aromanian: lishor, licshor, ljiushor; Assamese: সহজ; Asturian: fácil; Azerbaijani: asan, rahat, qolay; Bashkir: еңел; Basque: erraz; Belarusian: лёгкі; Bengali: সহজ, সহল; Breton: aes; Brunei Malay: sanang; Bulgarian: лесен; Burmese: လွယ်; Catalan: fàcil; Cebuano: sayon; Chechen: аьтта; Chinese Cantonese: 容易, 易; Mandarin: 容易, 簡單, 简单; Chukchi: мыркуԓьын; Chuvash: ҫӑмӑл; Czech: snadný, jednoduchý, lehký; Danish: let, nem; Dutch: [[makkelijk]], [[gemakkelijk]]; East Central German: aafach; Esperanto: facila; Estonian: kerge, lihtne; Finnish: helppo; French: [[facile]], [[simple]], [[fastoche]], [[aisé]]; Galician: doado, fácil, azoso; Georgian: ადვილი, მარტივი, იოლი; German: [[leicht]], [[einfach]]; Gothic: *𐌰𐌶𐌴𐍄𐍃; Greek: [[εύκολος]]; Ancient Greek: [[εὐμαρής]], [[εὐπετής]], [[εὔκολος]], [[εὐχερής]], [[ῥᾴδιος]], [[ῥῄδιος]]; Gujarati: સરળ; Haitian Creole: fasil; Hebrew: קַל, פָּשׁוּט; Hindi: सरल, आसान, सुलभ; Hungarian: könnyű; Icelandic: einfaldur, léttur, auðvelt; Ido: facila; Indonesian: mudah, gampang; Interlingua: facile; Irish: furasta, éasca, áiseach; Italian: [[facile]]; Japanese: 簡単な, 易しい, 容易な, 容易い, 易い; Kazakh: оңай, жеңіл; Khmer: មានភាពងាយស្រួល, ងាយ, ស្រួល; Korean: 쉬운, 쉽다, 용이하다, 간단하다; Kurdish Northern Kurdish: hêsan; Kyrgyz: жеңил, оңой; Lao: ງ່າຍ; Latin: [[facilis]]; Latvian: viegls; Lithuanian: lengvas; Macedonian: лесен; Malay: mudah; Maltese: faċli; Maori: māmā, ngāwari, waingōhia, mārū; Marathi: सुलभ; Mingrelian: ანდვილი; Mongolian: хөнгөн, хялбар; Norwegian: lett, enkel; Occitan: aisit, facil; Old English: īeþe; Oromo: salpha; Ottoman Turkish: قولای; Persian: آسان, راحت; Polish: łatwy, lekki, prosty; Portuguese: [[fácil]]; Punjabi: ਅਸਾਨ; Quechua: jasa; Romanian: ușor; Russian: [[лёгкий]], [[простой]]; Sanskrit: सुलभ, सरल, लघु; Scottish Gaelic: soirbh, furasda; Serbo-Croatian Cyrillic: лак; Roman: lak; Sinhalese: ලේසි; Slovak: jednoduchý, ľahký; Slovene: lahek; Sorbian Lower Sorbian: lažki; Upper Sorbian: lochki; Southern Altai: јеҥил; Spanish: [[fácil]]; Sranan Tongo: makriki, kumakriki; Swahili: rahisi; Swedish: lätt; Sylheti: ꠀꠍꠣꠘ; Tagalog: madaling, madali; Tajik: осон; Tatar: җиңел; Telugu: సులభము, సుళువు, సులువు; Thai: ง่าย; Turkish: kolay, rahat; Turkmen: aňsat; Ukrainian: легкий; Urdu: آسان, سرل; Uyghur: ئاسان, ئوڭاي; Uzbek: oson, qulay, yengil; Vietnamese: dễ dàng, dễ; Walloon: åjhey, åjheye; Welsh: rhwydd, hawdd; West Frisian: maklik; Wolof: yomb; Yiddish: גרינג; Zazaki: rehat | |||
}} | }} |