ζευγίζω: Difference between revisions

16
(6_13a)
(16)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ζευγίζω''': μέλλ. -σω, θέτω ὑπὸ ζυγὸν κατὰ ζεύγη, ἑνώνω, Ἁκύλλ. Π. Δ.
|lstext='''ζευγίζω''': μέλλ. -σω, θέτω ὑπὸ ζυγὸν κατὰ ζεύγη, ἑνώνω, Ἁκύλλ. Π. Δ.
}}
{{grml
|mltxt=[[ζευγίζω]] (Α) [[ζεύγος]]<br />[[συνδέω]] [[κατά]] ζεύγη [[κάτω]] από τον ίδιο [[ζυγό]], [[ενώνω]].
}}
}}