3,277,114
edits
(6_10) |
(16) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἡνιοχευτικός''': ἡ, όν, = [[ἡνιοχικός]], Σχόλ. Πινδ. Ο. 10. 83. - Ἐπίρρ. -κῶς, Ἐτ. Γουδ. 672. | |lstext='''ἡνιοχευτικός''': ἡ, όν, = [[ἡνιοχικός]], Σχόλ. Πινδ. Ο. 10. 83. - Ἐπίρρ. -κῶς, Ἐτ. Γουδ. 672. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἡνιοχευτικός]], -ή, -όν (Α) [[ηνιοχεύω]]<br />[[ηνιοχικός]] («ἡνιοχευτική [[ἀρετή]]», Σχόλ. στον <b>Πίνδ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἡνιοχευτικῶς</i><br />με ηνιοχευτικό τρόπο. | |||
}} | }} |