καλοπρόσωπος: Difference between revisions

18
(6_17)
(18)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καλοπρόσωπος''': -ον, ἔχων ὡραῖον [[πρόσωπον]], Σχόλ. εἰς Ἰλ. Α. 310, Κωνστ. Μανασσ. Χρον. σ. 123.
|lstext='''καλοπρόσωπος''': -ον, ἔχων ὡραῖον [[πρόσωπον]], Σχόλ. εἰς Ἰλ. Α. 310, Κωνστ. Μανασσ. Χρον. σ. 123.
}}
{{grml
|mltxt=[[καλοπρόσωπος]], -ον (AM)<br />αυτός που έχει [[ωραίο]] [[πρόσωπο]], [[ευειδής]], όμορφος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[πρόσωπος]] (<span style="color: red;"><</span> [[πρόσωπον]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ομοιο</i>-[[πρόσωπος]], [[πολυπρόσωπος]].
}}
}}