κατηβολή: Difference between revisions

20
(6_12)
(20)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατηβολή''': ἴδε καταβολὴ ἐν τέλει.
|lstext='''κατηβολή''': ἴδε καταβολὴ ἐν τέλει.
}}
{{grml
|mltxt=[[κατηβολή]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> [[είδος]] εφήμερου εντόμου, για το οποίο λέγεται ότι γεννιέται και πεθαίνει την [[ίδια]] [[μέρα]], το [[επιβάλλον]] (<b>βλ.</b> [[επιβάλλω]])<br /><b>2.</b> περιοδική [[προσβολή]] νόσου, [[κρίση]], [[παροξυσμός]]<br /><b>3.</b> [[επιβολή]], [[αξίωμα]]<br /><b>4.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[θυσία]], [[τελετή]], τὰ νομιζόμενα».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[βολή]] (<span style="color: red;"><</span> [[βάλλω]])<br />το -<i>η</i>- ερμηνεύεται αναλογικά [[προς]] τους τ. <i>επ</i>-<i>ήκοος</i>, <i>επ</i>-<i>ημοιβός</i>, όπου το -<i>η</i> [[είναι]] [[προϊόν]] «εκτάσεως εν συνθέσει» (<b>βλ.</b> και [[επήβολος]])].
}}
}}