3,276,318
edits
(6_11) |
(22) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κῠλινδρικός''': -ή, -όν, ὡς καὶ νῦν, [[κυλινδροειδής]], [[σωλήν]] ἐστιν κυλινδρικὸς Συνέσ. 172D· [[ἀγγεῖον]] κυλινδρικὸν Ἣρων π. Πνεύμ. 190, κτλ. Ἐπίρρ. -κῶς, Πλούτ. 2. 682D. | |lstext='''κῠλινδρικός''': -ή, -όν, ὡς καὶ νῦν, [[κυλινδροειδής]], [[σωλήν]] ἐστιν κυλινδρικὸς Συνέσ. 172D· [[ἀγγεῖον]] κυλινδρικὸν Ἣρων π. Πνεύμ. 190, κτλ. Ἐπίρρ. -κῶς, Πλούτ. 2. 682D. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό (AM [[κυλινδρικός]], -ή, -όν) [[κύλινδρος]]<br /><b>1.</b> αυτός που μοιάζει με κύλινδρο, αυτός που έχει [[σχήμα]] κυλίνδρου<br /><b>2.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε κύλινδρο. Επιρρ. <i>κυλινδρικά</i> και -<i>ώς</i> (Α κυλινδρικῶς)<br />με κυλινδρικό τρόπο. | |||
}} | }} |