λαίμαργος: Difference between revisions

22
(Bailly1_3)
(22)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />glouton, vorace.<br />'''Étymologie:''' [[λαιμός]], [[ἀργός]]¹.
|btext=ος, ον :<br />glouton, vorace.<br />'''Étymologie:''' [[λαιμός]], [[ἀργός]]¹.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[λαίμαργος]], -ον, Μ θηλ. και -η)<br />αυτός που τρώει σε [[μεγάλη]] [[ποσότητα]] και [[γρήγορα]], [[άπληστος]], [[αχόρταγος]], [[αδηφάγος]] (α. «Ιδού χάσκει το λαίμαργον [[στόμα]] τυράννων», Κάλβ. β. «[[λαίμαργος]] δὲ [[μάλιστα]] τών ἰχθύων ἐστὶν ὁ [[κεστρεύς]] καὶ [[ἄπληστος]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[λαίμαργος]]<br /><b>βοτ.</b> [[βλαστός]] ο [[οποίος]] απορροφά μεγάλο [[μέρος]] του χυμού του φυτού, αναπτύσσεται σε [[βάρος]] άλλων βλαστών και παράγει λίγους ή [[καθόλου]] καρπούς<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[φιλάργυρος]]<br /><b>2.</b> [[ακόρεστος]], [[ανικανοποίητος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>λαιμάργως</i> και [[λαίμαργα]] (Α λαιμάργως)<br />με λαίμαργο τρόπο, άπληστα, αχόρταγα («λαιμάργως ἐσθίειν», <b>Στοβ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <i>λαιμόμαργος</i>, με συλλαβική [[ανομοίωση]] ([[απλολογία]]): <span style="color: red;"><</span> [[λαιμός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>μαργος</i> <span style="color: red;"><</span> [[μάργος]] «[[άπληστος]], [[αδηφάγος]]» (<b>[[πρβλ]].</b> [[γαστρί]]-<i>μαργος</i>). Κατ' άλλους, το α' συνθετικό [[είναι]] το επιτατικό [[μόριο]] <i>λαι</i>-(<b>βλ.</b> <i>λα</i>-)].
}}
}}