3,274,306
edits
(6_17) |
(22) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λᾰσιόκωφος''': -ον, κωφὸς [[ἕνεκα]] τριχῶν αὐξανομένων ἐντὸς τῶν ὤτων, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Πλάτ. (Φαῖδρ. 253Ε) ὑπὸ Συνεσ. 67D καὶ τῶν λεξικῶν, [[ἕνεκα]] ἡμαρτημένης γραφῆς, ἥτις καὶ ἔν τισι τῶν Ἀντιγράφ. εὑρίσκεται. | |lstext='''λᾰσιόκωφος''': -ον, κωφὸς [[ἕνεκα]] τριχῶν αὐξανομένων ἐντὸς τῶν ὤτων, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Πλάτ. (Φαῖδρ. 253Ε) ὑπὸ Συνεσ. 67D καὶ τῶν λεξικῶν, [[ἕνεκα]] ἡμαρτημένης γραφῆς, ἥτις καὶ ἔν τισι τῶν Ἀντιγράφ. εὑρίσκεται. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[λασιόκωφος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει κουφαθεί από τις μεγάλες [[τρίχες]] που έχει [[μέσα]] στα αφτιά του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λάσιος]] «[[δασύτριχος]]» <span style="color: red;">+</span> [[κωφός]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>δύσ</i>-<i>κωφος</i>, <i>υπό</i>-<i>κωφος</i>)]. | |||
}} | }} |