μέστακα: Difference between revisions

24
(6_1)
(24)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''μέστακα''': (Αἰολικ.) «τὴν μεμασημένην τροφὴν» Ἡσύχ.
|lstext='''μέστακα''': (Αἰολικ.) «τὴν μεμασημένην τροφὴν» Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=[[μέστακα]] (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «τὴν μεμασημένην τροφήν».
}}
}}