μόσχος: Difference between revisions

6,257 bytes added ,  29 September 2017
25
(T21)
(25)
Line 30: Line 30:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=μόσχου, ὁ (cf. Schmidt, [[chapter]] 76,12; [[Curtius]], p. 593);<br /><b class="num">1.</b> a [[tender]], [[juicy]], [[shoot]]; a [[sprout]], of a [[plant]] or [[tree]].<br /><b class="num">2.</b> ὁ, ἡ, [[μόσχος]] [[offspring]];<br /><b class="num">a.</b> of men (cf. figurative English [[scion]])), a [[boy]], a [[girl]], [[especially]] if [[fresh]] and [[delicate]].<br /><b class="num">b.</b> of animals, a [[young]] [[one]].<br /><b class="num">3.</b> a [[calf]], a [[bullock]], a [[heifer]]; so [[everywhere]] in the Bible, and [[always]] [[masculine]]: Sept. [[chiefly]] for פַּר, a [[bull]], [[especially]] a [[young]] [[bull]]; [[then]] for בָּקָר, [[cattle]]; for שׁור, an ox or a [[cow]]; [[also]] for עֵגֶל, a [[calf]]). ([[Euripides]], on.))  
|txtha=μόσχου, ὁ (cf. Schmidt, [[chapter]] 76,12; [[Curtius]], p. 593);<br /><b class="num">1.</b> a [[tender]], [[juicy]], [[shoot]]; a [[sprout]], of a [[plant]] or [[tree]].<br /><b class="num">2.</b> ὁ, ἡ, [[μόσχος]] [[offspring]];<br /><b class="num">a.</b> of men (cf. figurative English [[scion]])), a [[boy]], a [[girl]], [[especially]] if [[fresh]] and [[delicate]].<br /><b class="num">b.</b> of animals, a [[young]] [[one]].<br /><b class="num">3.</b> a [[calf]], a [[bullock]], a [[heifer]]; so [[everywhere]] in the Bible, and [[always]] [[masculine]]: Sept. [[chiefly]] for פַּר, a [[bull]], [[especially]] a [[young]] [[bull]]; [[then]] for בָּקָר, [[cattle]]; for שׁור, an ox or a [[cow]]; [[also]] for עֵגֶל, a [[calf]]). ([[Euripides]], on.))  
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο και η (ΑΜ [[μόσχος]])<br />το [[νεογνό]] της αγελάδας, [[μοσχάρι]], [[μοσχαράκι]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[μόσχος]] χρυσοῡς»<br /><b>εκκλ.</b> [[ομοίωμα]] μόσχου το οποίο κατασκευάστηκε [[προς]] λατρείαν από τα χρυσά κοσμήματα του λαού τών Εβραίων, [[μετά]] την έξοδό τους από την Αίγυπτο, στην έρημο του [[Σινά]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[θυσιάζω]] τον μόσχο τον σιτευτό» — στερούμαι ή [[απαρνούμαι]] ό,τι καλύτερο [[διαθέτω]] για την [[εξυπηρέτηση]] ενός σκοπού<br /><b>μσν.</b><br />[[ομοίωμα]] μόσχου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[νεαρός]] [[βλαστός]], τρυφερό και εύκαμπτο [[κλωνάρι]] δένδρου, [[παραφυάδα]]<br /><b>2.</b> (γενικά) το [[νεογνό]] οποιουδήποτε ζώου<br /><b>3.</b> <b>το θηλ.</b> <i>ἡ [[μόσχος]]<br />[[δαμάλι]], νεαρή [[αγελάδα]]<br /><b>4.</b> ο [[νεαρός]] [[ταύρος]] του οποίου τη [[μορφή]] πίστευαν ότι έπαιρνε ο [[θεός]] Άπις («ὁ δὲ Ἄπις γίνεται [[μόσχος]] εκ βοός», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>μτφ.</b> α) [[παιδί]], [[αγόρι]]<br />β) <b>το θηλ.</b> [[κορίτσι]], [[κόρη]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «πεζαὶ μόσχοι» «<br />εταίρες<br />β) «[[μόσχος]] [[θαλάσσιος]]» — [[ονομασία]] τὴς φώκιας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>mozĝho</i>- «[[μοσχάρι]], νεαρό [[βόδι]]» και η παράγωγη λ. [[μοσχίον]] αντιστοιχεί ακριβώς με το αρμεν. <i>mozi</i> «[[μοσχάρι]]». Η σημ. «[[βλαστός]], [[παραφυάδα]]» προήλθε πιθ. από μεταφορική [[εξάπλωση]] της σημ. «[[νεογνό]] του μόσχου» σε όλα τα νεογνά ζώων και, [[υστερογενώς]], στο [[λεξιλόγιο]] της βοτανικής. Οι λ. [[μόσχος]] και η αρμεν. <i>mozi</i> συνδέονται πιθ. με την ονομ. <i>Μόσχοι</i> («νέοι»), ενός λαού πιθ. αρμενικού. Η λ. [[μόσχος]] μαρτυρείται στα ανθρωπωνύμια <i>Μόσχος</i>, <i>Μοσχᾶς</i>, <i>Μοσχίδης</i>, <i>Μοσχίλος</i>, <i>Μοσχῖνος</i>, <i>Μοσχίων</i> και στα θηλυκά <i>Μοσχάριον</i>, <i>Μοσχέινα</i>, <i>Μόσχιον</i>, <i>Μοσχίς</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[μοσχάρι]](<i>ον</i>), [[μόσχειος]], [[μοσχεύω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[μοσχάς]], [[μοσχή]], [[μοσχηδόν]], [[μοσχίναι]], [[μοσχίνδα]], [[μόσχινος]], [[μοσχίον]], [[μόσχιος]], [[μοσχών]] <b>αρχ.-μσν.</b> [[μοσχίας]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[μοσχοθύτης]], [[μοσχολόγος]], [[μοσχομάγειρος]], [[μοσχοποιώ]], [[μοσχοσφραγιστής]], [[μοσχόταυρος]], [[μοσχοτόμος]], [[μοσχοτόπιον]], [[μοσχοτρόφος]], [[μοσχοφάγος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[μοσχολάτραι]], [[μοσχοποιός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[μοσχόβους]]. (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[μονόμοσχος]].———————— <b>(II)</b><br />και [[μόσκος]], ο (ΑΜ [[μόσχος]], Μ και [[μόσκος]] και μούσκος)<br />ελαιώδες αρωματικό [[υγρό]] που προέρχεται από το [[αρσενικό]] του ζώου [[μόσχος]] ο [[μοσχοφόρος]] και έχει διεισδυτική, ανεξάλειπτη [[οσμή]] («κι εσείς που από το μόσχο σας δροσόχορτα, δροσάνθη», <b>Σολωμ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[μόσχος]] και γαρίφαλα» — λέγεται ως [[ευχή]] σε [[νήπιο]] που ρεύεται [[μετά]] τον θηλασμό, [[αλλά]] και γενικά σε κάποιον που ρεύεται<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[γένος]] αρτιοδάκτυλων θηλαστικών της οικογένειας cervidae, με μοναδικό [[είδος]] τον μόσχο τον μοσχοφόρο, που έχει θύλακο γεμάτο αρωματικό [[υγρό]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> ευωδιά<br /><b>2.</b> ο ευωδιαστός [[καρπός]] του βαλσαμόδενδρου<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> (για [[πρόσωπο]]) [[ωραίος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για δάνεια λ. από το περσ. <i>mušk</i> «το αρωματικό [[υγρό]] [[μόσχος]]», το οποίο αποτελεί [[δάνειο]] από το αρχ. ινδ. <i>muskah</i> «όρχις», σημ. που οφείλεται στην [[ομοιότητα]] του αδένα από τον οποίο εκκρίνεται το [[υγρό]] [[μόσχος]] με όρχι, <b>[[πρβλ]].</b> [[μύσχον]]. Τη λ. δανείστηκε η Λατινική με τη [[μορφή]] <i>muscus</i>, απ' όπου διαδόθηκε σε πολλές ευρωπ. γλώσσες, <b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>musk</i>, γαλλ. <i>musc</i>. Ο τ. [[μόσκος]] <span style="color: red;"><</span> [[μόσχος]], με [[τροπή]] του -<i>χ</i>- σε -<i>κ</i>- (κλειστοποίηση), <b>[[πρβλ]].</b> [[μασχάλη]]: [[μασκάλη]], [[μοσχάρι]]: [[μοσκάρι]]].
}}
}}