μυρηρός: Difference between revisions

26
(6_4)
(26)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μῠρηρός''': -ά, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς εὐῶδες [[ἔλαιον]], ὁ πρὸς ἐναπόθεσιν μύρων, [[τεῦχος]] Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 179· [[λήκυθος]] Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 8.
|lstext='''μῠρηρός''': -ά, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς εὐῶδες [[ἔλαιον]], ὁ πρὸς ἐναπόθεσιν μύρων, [[τεῦχος]] Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 179· [[λήκυθος]] Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 8.
}}
{{grml
|mltxt=[[μυρηρός]], -ά, -όν (Α)<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[μύρο]] ή αυτός που χρησιμοποιείται ως [[δοχείο]] μύρου («τῆς μυρηρᾱς ληκύθου», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μύρον]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ηρός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ελαι</i>-<i>ηρός</i>)].
}}
}}