πιλητικός: Difference between revisions

32
(6_11)
(32)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πῑλητικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς πίλησιν, ἡ πιλητικὴ (δηλ. [[τέχνη]]), ἡ [[τέχνη]] τοῦ πιλητοῦ, Πλάτ. Πολιτικ. 280C. ΙΙ. ἐπὶ τοῦ ψύχους, [[συσταλτικός]], Ἀριστ. Προβλ. 14. 8.
|lstext='''πῑλητικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς πίλησιν, ἡ πιλητικὴ (δηλ. [[τέχνη]]), ἡ [[τέχνη]] τοῦ πιλητοῦ, Πλάτ. Πολιτικ. 280C. ΙΙ. ἐπὶ τοῦ ψύχους, [[συσταλτικός]], Ἀριστ. Προβλ. 14. 8.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α [[πιλητός]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[πίληση]]<br /><b>2.</b> (για το [[ψύχος]]) [[εκείνος]] που προκαλεί [[συμπύκνωση]]<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ πιλητική</i><br />η [[τέχνη]] του πιλητή.
}}
}}