ὀνειρωγμός: Difference between revisions

29
(6_14)
(29)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀνειρωγμός''': ὁ, [[ῥεῦσις]] ἐν ὕπνῳ, [[ἐνυπνιασμός]], Ψευδο-Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 10. 6, 4, Διοσκ. 3. 148· ― ὀνείρωγμα, τό, Χορίκιος παρὰ Maii Spicil. Rom. 5. 460.
|lstext='''ὀνειρωγμός''': ὁ, [[ῥεῦσις]] ἐν ὕπνῳ, [[ἐνυπνιασμός]], Ψευδο-Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 10. 6, 4, Διοσκ. 3. 148· ― ὀνείρωγμα, τό, Χορίκιος παρὰ Maii Spicil. Rom. 5. 460.
}}
{{grml
|mltxt=[[ὀνειρωγμός]], ὁ (Α) [[ονειρώττω]]<br />η [[ονείρωξη]].
}}
}}