πιτυρίτης: Difference between revisions

32
(6_19)
(32)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πῐτῡρίτης''': -ου, ὁ, ἴδε [[πιτυρίας]].
|lstext='''πῐτῡρίτης''': -ου, ὁ, ἴδε [[πιτυρίας]].
}}
{{grml
|mltxt=ο, ΝΑ<br />(ενν. [[άρτος]]) [[ψωμί]] παρασκευαζόμενο από πιτυρούχο [[αλεύρι]], [[πιτυρίας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πίτυρον]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ίτης]], που απαντά και σε άλλες ονομασίες άρτου (<b>πρβλ.</b> <i>ζυμ</i>-[[ίτης]], <i>ιπ</i>-[[ίτης]], <i>κριβαν</i>-[[ίτης]])].
}}
}}