πολύποινος: Difference between revisions

33
(6_17)
(33)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πολύποινος''': -ον, ὁ αὐστηρῶς τιμωρῶν, Παρμενίδ. παρὰ Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 11.
|lstext='''πολύποινος''': -ον, ὁ αὐστηρῶς τιμωρῶν, Παρμενίδ. παρὰ Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 11.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που επιβάλλει πολλές ποινές, που τιμωρεί αυστηρά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ποινος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ποινή]]), <b>πρβλ.</b> <i>αξιό</i>-<i>ποινος</i>, <i>υστερό</i>-<i>ποινος</i>].
}}
}}