προσυλλογίζομαι: Difference between revisions

35
(6_5)
(35)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προσυλλογίζομαι''': ἀπολ., [[συμπεραίνω]] διὰ προσυλλογισμοῦ. (πρβλ. τὸ ἑπόμ.), Ἀριστ. Ἀναλυτ. Πρότ. 2. 19, 2, Τοπ. 8. 1, 6· ῥηματ. ἐπίθ. προσυλλογιστέον, πρέπει τις νὰ καμῃ προσυλλογισμόν, [[αὐτόθι]] 6. 10, 4.
|lstext='''προσυλλογίζομαι''': ἀπολ., [[συμπεραίνω]] διὰ προσυλλογισμοῦ. (πρβλ. τὸ ἑπόμ.), Ἀριστ. Ἀναλυτ. Πρότ. 2. 19, 2, Τοπ. 8. 1, 6· ῥηματ. ἐπίθ. προσυλλογιστέον, πρέπει τις νὰ καμῃ προσυλλογισμόν, [[αὐτόθι]] 6. 10, 4.
}}
{{grml
|mltxt=ΝΑ<br /><b>1.</b> [[χρησιμοποιώ]] προσυλλογισμό<br /><b>2.</b> [[συμπεραίνω]] με προσυλλογισμό<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[συλλογίζομαι]], [[σκέπτομαι]] [[κάτι]] εκ τών προτέρων («έπρεπε να το έχει προσυλλογιστεί»).
}}
}}