3,273,558
edits
(6_10) |
(35) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πῠρευτικός''': -ή, -όν, (πυρευτὴς) ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὴν [[μετὰ]] πυρσοῦ ἁλιείαν, πυρευτικὴ (ἐξυπακ. [[θήρα]]) Πλάτ. Σοφιστ. 220D· πρβλ. [[πυρία]] ΙΙ. ΙΙ. ([[πυρεύω]]) ὁ πρὸς καῦσιν [[κατάλληλος]], Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 1, 12. | |lstext='''πῠρευτικός''': -ή, -όν, (πυρευτὴς) ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὴν [[μετὰ]] πυρσοῦ ἁλιείαν, πυρευτικὴ (ἐξυπακ. [[θήρα]]) Πλάτ. Σοφιστ. 220D· πρβλ. [[πυρία]] ΙΙ. ΙΙ. ([[πυρεύω]]) ὁ πρὸς καῦσιν [[κατάλληλος]], Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 1, 12. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -όν, Α [[πυρεύω]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στο [[ψάρεμα]] με πυρσούς, στο [[πυροφάνι]]<br /><b>2.</b> ο [[κατάλληλος]] για [[καύση]]<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ [[πυρευτική]]<br />νυχτερινό [[ψάρεμα]] με πυρσούς, [[πυροφάνι]]. | |||
}} | }} |