πυρρόγειος: Difference between revisions

35
(6_17)
(35)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''πυρρόγειος''': -ον, ὁ ἔχων γῆν πυρρόχρουν, κοκκινόχωμα, Ἄντυλλ. παρὰ Στοβ. 548. 22.
|lstext='''πυρρόγειος''': -ον, ὁ ἔχων γῆν πυρρόχρουν, κοκκινόχωμα, Ἄντυλλ. παρὰ Στοβ. 548. 22.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει κόκκινο [[χώμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πυρρός]] «[[ερυθρός]], [[κοκκινωπός]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>γειος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>γῆ</i>), <b>πρβλ.</b> <i>ἰσό</i>-<i>γειος</i>].
}}
}}