ῥαψῳδικός: Difference between revisions

36
(Bailly1_4)
(36)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui concerne les rhapsodes, de rhapsode.<br />'''Étymologie:''' [[ῥαψῳδός]].
|btext=ή, όν :<br />qui concerne les rhapsodes, de rhapsode.<br />'''Étymologie:''' [[ῥαψῳδός]].
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[ῥαψῳδικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[ῥαψῳδός]]·1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ραψωδό ή στη [[ραψωδία]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η ραψωδική</i><br />η [[τέχνη]] του ραψωδού. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ῥαψῳδικῶς</i> ΜΑ<br />με ύφος ραψωδού.
}}
}}